μοκέτα

μοκέτα
koberec

Ελληνικά-Τσεχικής chlovar. 2008.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μοκέτα — η (υφαντ.) είδος χαλιού, συνήθως από κουρεμένο ή σγουρό βελούδο, συχνά μονόχρωμο, που τοποθετείται κατά κανόνα μόνιμα στο δάπεδο καλύπτοντας όλη την επιφάνειά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. moquette «είδος χαλιού»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”